Οι εξωχώριες Εταιρείες ως μέσο ανάπτυξης της Ελληνικής Ναυτιλίας

30/06/2005
 Παύλος Αβραμέας, δικηγόρος, Πρόεδρος Ελληνικής Ένωσης Ναυτιλιακών Δικηγόρων.
Παύλος Αβραμέας, δικηγόρος, Πρόεδρος Ελληνικής Ένωσης Ναυτιλιακών Δικηγόρων.
ΟΙ ΕΞΩΧΩΡΙΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΩΣ ΜΕΣΟ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ


Παύλου Αβραμέα
Δικηγόρου


Τον Ιούνιο του 2003, όταν είχαν πια αποφασιστεί τα δυσμενή φορολογικά μέτρα σε βάρος των Off-shore εταιρειών, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με αντικείμενο της δραστηριότητες των εταιρειών αυτών, ο συγγραφέας του οποίου ήταν ανώτατο στέλεχος κρατικού ελεγκτικού μηχανισμού. Το βιβλίο αυτό περιέχει πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με τις πρακτικές που οι εξωχώριες εταιρείες χρησιμοποιούν για να παραβιάζουν τους φορολογικούς νόμους του κράτους και να επιτυγχάνουν το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Εντούτοις, διαβάζοντάς το, διαπιστώνει κανείς ότι ο συγγραφέας του, παρά την εξέχουσα θέση του σε κρατικό ελεγκτικό μηχανισμό, δεν γνωρίζει ούτε την προέλευση ούτε την χρησιμότητα των εξωχώριων εταιρειών στον τομέα της ναυτιλίας. Η άγνοια αυτή, και σε ορισμένες περιπτώσεις, η ηθελημένη παρασιώπιση, δεν περιορίζεται μόνο στον συγκεκριμένο συγγραφέα, αλλά παρατηρείται και σε άλλους «ειδικούς» και μη, που κατά καιρούς αρθρογραφούν στον τύπο, κατακεραυνόνοντας συλλήβδην τους χρήστες των εξωχώριων ως απατεώνες.

Το φαινόμενο θυμίζει τη νοοτροπία του φανατικού καθολικού ευγενούς Simon de Montfort, ο οποίος φέροντας σε πέρας τη σταυροφορία κατά των αιρετικών «καθαρών» ή «αλβινιανών» στην νότιο Γαλλία στις αρχές του 13ου αιώνα, εκπόρθησε μετά από πολλές μάχες το φρούριο τους. Οταν οι σύμβουλοί του τον πληροφόρησαν ότι όλοι οι κάτοικοι του φρουρίου δεν ήταν αιρετικοί, αλλά υπήρχαν ανάμεσα τους και καλοί καθολικοί, εκείνος χωρίς κανένα δισταγμό απήντησε: «Σκωτώστε τους όλους και ο Θεός θα αναγνωρίσει τους δικούς του». Έτσι λοιπόν και με τις εξωχώριες, μόνο που αυτές, σε αντίθεση με τους αδικοσκωτωμένους καθολικούς, ούτε τη μετά θάνατο δικαίωση μπορούν να απολαύσουν.

Για να μην υπάρξουν όμως παρεξηγήσεις, σπεύδω να σας διαβεβαιώσω ότι συμμερίζομαι απολύτως την άποψη ότι η χρήση των εξωχώριων, καθώς και κάθε άλλης μορφής εταιρείας ή τεχνάσματος, ως μέσου για να επιτευχθεί φοροδιαφυγή, ξέπλυμα χρήματος ή οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα, όχι μόνο είναι κατακριτέα, αλλά πρέπει χωρίς δισταγμό να παταχθεί. Όπως ίσως ήδη ακούσατε, υπεράκτιες ή εξωχώριες καλούνται σήμερα οι αλλοδαπές εταιρείες που έχουν συσταθεί κατά το δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας, σύμφωνα με το οποίο δραστηριοποιούνται αποκλειστικά σε άλλες χώρες και τους παρέχεται ιδιαίτερα ευνοϊκή φορολογική μεταχείρηση (παρ. 1, αρθρ.29 Ν. 2556/1997).

Η εισήγησή μου, δεν έχει σκοπό να υπεραμυνθεί των εξωχώριων εταιρειών, αλλά να θυμίσει τους λόγους που οδήγησαν κατά καιρούς την Ελληνική Πολιτεία να επιτρέψει και ενίοτε να προστατεύσει τη χρήση των εταιρειών αυτών.

Δύο είναι οι τομείς στους οποίους εκδηλώνεται η στάση αυτή της Πολιτείας : ο ένας είναι η πλοιοκτησία και η διαχείρηση πλοίων, στον οποίο η στάση αυτή εξακολουθεί να είναι θετική και ο άλλος είναι η απόκτηση ακινήτων, στον οποίο όμως όπως ξέρουμε η στάση της Πολιτείας μετεβλήθη και έγινε αρνητική, όχι όμως χωρίς να εξαιρέσει και εδώ τα ακίνητα που αποκτήθηκαν από ναυτιλιακά συμφέροντα.

Θα αναφερθώ πρώτα στο θέμα της απόκτησης ακινήτων, όπου η χρήση των εξωχώριων εταιρειών είχε μεν επιτραπεί, εμμέσως όμως, πλην σαφώς, και αυτό ήταν ένα μέτρο του οποίου, όπως θα εξηγήσω παρακάτω, προβλεπόταν ότι θα γίνει χρήση από άτομα συνδεόμενα στενά με τη ναυτιλία . Ο λόγος που οδήγησε την Πολιτεία να επιτρέπει τη χρήση των εξωχώριων εταιρειών στην αγορά ακινήτων ήταν η μόνιμη ανάγκη της χώρας μας να αυξήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα. Η αγορά ακινήτου από εξωχώρια εταιρεία δεν εξαιρείτο από την καταβολή του φόρου μεταβίβασης, ούτε παρείχε άλλα προνόμια στην αγοράστρια, έπρεπε όμως να γίνει με εισαγωγή συναλλάγματος «μη υποχρεωτικώς εκχωρητέου στην Τράπεζα της Ελλάδος». Η ορολογία αυτή ίσως δεν σημαίνει τίποτε για τους νεώτερους, όμως για όσους από εμάς ζήσαμε τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια ξέρουμε τι αξία είχε έστω και το ελάχιστο συνάλλαγμα που θα εισαγόταν στη χώρα μας. Θα σας θυμίσω μόνο ότι η Τράπεζα της Ελλάδος μέσω της Νομισματικής Επιτροπής ασκούσε αυστηρότατο έλεγχο και ότι η εξαγωγή, ακόμη και μικροποσού συναλλάγματος χωρίς την έγκριση της, αποτελούσε ποινικό αδίκημα γιατί τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας ήταν μονίμως ανεπαρκή. Έτσι, η στάση της Πολιτείας να επιτρέπει, με αντάλλαγμα την εισροή συναλλάγματος, τη χρήση εξωχώριων εταιρειών για την αγορά ακινήτου ήταν μια θεμιτή επιλογή. Οι εταιρείες αυτές, όπως είπα παραπάνω, δεν απολάμβαναν κανενός φορολογικού προνομίου, έδιναν όμως ορισμένα πλεονεκτήματα σαυτούς που τις χρησιμοποιούσαν σαν alter ego για να αποκτήσουν ακίνητα. Συνοπτικά, τα πλεονεκτήματα αυτά ήταν : πρώτον η αποφυγή του «πόθεν έσχες», δεύτερον η δυνατότητα πώλησης του ακινήτου χωρίς καταβολή φόρου μεταβίβασης, με παράδοση των μετοχών που κατά κανόνα είναι «στον κομιστή» και  τρίτον η αφορολόγητη μεταβίβαση του ακινήτου στους κληρονόμους. Από τα τρία αυτά πλεονεκτήματα το μόνο που είχε πραγματική αξία ήταν το τρίτο, δηλαδή η αποφυγή του φόρου κληρονομίας, γιατί ούτε το «πόθεν έσχες» ίσχυε πάντοτε στη χώρα μας, ούτε κανείς συνετός αγοραστής θα δεχόταν ποτέ, αντί να γοράσει το ακίνητο, να αγοράσει τις μετοχές μιας εταιρείας της οποίας ούτε τις δραστηριότητες ούτε τις υποχρεώσεις μπορούσε να ελέγξει. Επειδή τότε, η εισαγωγή συναλλάγματος θεωρείτο και ήταν ευεργετική για την εθνική οικονομία τα «εισοδήματα», δηλαδή τα πραγματικα ή τα τεκμαρτά μισθώματα, από τα ακίνητα που είχαν αγοραστεί με συνάλλαγμα, παρόλο που ανήκαν σε αλλοδαπές εταιρείες και κανονικά έπρεπε να είναι δεσμευμένα, απαλλάσονταν και μπορούσαν να διατίθενται ελεύθερα από τις εταιρείες αυτές, αφού στην πραγματικότητα ανήκαν σχεδόν πάντοτε σε Έλληνες που τις χρησιμοποιούσαν ως υποκατάστατο για την απόκτηση και χρήση του ακινήτου. Και τούτο, γιατί βέβαια κανείς ξένος δεν ήταν διατεθειμένος να φέρει το πολύτιμο συνάλλαγμα του, που τότε απέφερε υψηλό τόκο σε συνάλλαγμα, για να αγοράσει ακίνητο σε μια χώρα που του απέδιδε πενιχρό εισόδημα ως μίσθωμα και μάλιστα σε ένα νόμισμα το οποίο συνεχώς ολίσθαινε και στην οποία ο πληθωρισμός έτρεχε με διψήφιους αριθμούς. Και ποιοί ήσαν οι Έλληνες αυτοί ; Σχεδόν αποκλειστικά και πάλι όσοι ασχολούντο με τη ναυτιλία, είτε ως εφοπλιστές, είτε ως ναυτικοί, είτε ως μεσάζοντες, αφού μόνον αυτοί μπορούσαν τότε να έχουν ελεύθερο συνάλλαγμα, το οποίο διέθεταν για να αποκτήσουν προς ιδία χρήση ακίνητα, αστικά ή εξοχικά, στην Ελλάδα και από αυτό επωφελείτο και η εθνική οικονομία.

Τα δίσεκτα χρόνια όμως, ευτυχώς, πέρασαν και η Ελλάδα τόσο με την αναπτυξιακή της πολιτική όσο και με την σύνδεσή της με τις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες, πέρασε σταδιακά στις ανεπτυγμένες και με σταθερή οικονομία χώρες και ειδικότερα από την εποχή που μετέχει στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση, δηλαδή από τότε που το Ευρώ αντικατέστησε τη δραχμή, η εισαγωγή συναλλάγματος στην χώρα δεν έχει πια τη σημασία που είχε άλλοτε. Ταυτόχρονα όμως, πολλοί και διάφοροι άσχετοι με τη ναυτιλία, διαθέτοντας, άλλοι μεν νόμιμα οι περισσότεροι δε υπόπτου προελεύσεως κεφάλαια, επωφελούμενοι από την ανοχή της Πολιτείας προς τις εξωχώριες ιδιοτήτριες ακινήτων, κατέκλυσαν την «αγορά» με αποτέλεσμα να καταλήξει η Μύκονος, και άλλα κοσμικά νησιά του Αιγαίου, να ανήκουν ουσιαστικά σε Παναμαϊκές και Λιβεριάνικες εταιρείες. ΄Οπως ήταν φυσικό η Πολιτεία αντέδρασε και με το νόμο 3091/2002, έθεσε ουσιαστικά τέρμα στην κατάχρηση αυτή επιβάλοντας δυσμενείς όρους για τη διατήρηση των ακινήτων στις εξωχώριες. Αναγνωρίζοντας όμως, έστω και την τελευταία στιγμή, τόσο τη νομιμότητα όσο και τη χρησιμότητα της διατήρησης του ευνοϊκού καθεστώτος για τις ναυτιλιακές εταιρείες, τις εξαίρεσε με την παρ. 2 του αρθρ. 15 Ν. 3193/2003 από τις δυσμενείς συνέπειες, εφόσον βέβαια είχαν αποκτήσει τα ακίνητά τους με ναυτιλιακό συνάλλαγμα.

Ας έρθουμε τώρα να δούμε πως έχουν τα πράγματα, ως προς τις εξωχώριες εταιρείες, στον καθαρά ναυτιλιακό τομέα. Το 1953, όταν η χώρα ήταν ακόμη σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση, ψηφίστηκε ένα ιδιαίτερα σημαντικό Ν.Δ. το 2687, το οποίο τιτλοφορείται «περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού» στην εισηγητική έκθεση του οποίου αναφέρεται ότι : « Η υπό τας παρούσαςσυνθήκας προσέλκυσις και είσοδος κεφαλαίων εξωτερικού, προσλαμβάνει ιδιάζουσαν σημασίαν και σπουδαιότητα δια την χώραν, λαμβανομένου υπ΄όψιν ότι ευρισκόμεθα εις την λήξιν της περιόδου του Σχεδίου Μάρσαλ και ενώπιον του προβλεπομένου περιορισμού της παρεχομένης δωρεάν Αμερικανικής Βοηθείας». Ζούσε λοιπόν μέχρι τότε η χώρα από το Σχέδιο Μάρσαλ και τη δωρεάν Αμερικανική Βοήθεια και έπρεπε πλέον να ορθοποδήσει. Μεταξύ των προβλέψεων του ΝΔ 2687/1953 περιλαμβάνεται και το περίφημο Άρθρο 13 για τη σπουδαιότητα του οποίου πληροφορούμεθα και πάλι από την εισηγητική έκθεση ότι: «Ειδικού χαρακτήρος διατάξεις περιλαμβάνει το άρθρο 13, δια των οποίων παρέχονται αι απαραίτητοι διευκολύνσεις και εξασφαλίσεις προς ευνόησιν της υπό Ελληνικήν σημαίαν υπαγωγής πλοίων, ων οι ιδιοκτήται είναι Έλληνες και άτινα νυν ευρίσκονται υπό ξένην σημαίαν. Εις την διάταξιν αυτήν αποδίδομεν εξαιρετικήν σημασίαν, δοθέντος ότι εκ της εφαρμογής αυτής αναμένομεν, εκτός των άλλων οφελειών, την βελτίωσιν του ισοζυγίου των εξωτερικών λογαριασμών της χώρας».

Σήμερα, δηλαδή πάνω από πενήντα χρόνια μετά τη θέσπιση του άρθρου 13, αναλογιζόμενοι τα επιτεύγματα της Ελληνικής ναυτιλίας, μπορούμε να πούμε χωρίς κανένα δισταγμό ότι σπάνια σύγχρονο ελληνικό νομοθέτημα πέτυχε τόσο ολοκληρωτικά τους στόχους του. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η συμβολή του υπήρξε καθοριστική στην τεράστια ανάπτυξη της ναυτιλίας και σήμερα μάλιστα το νομοθετικό πλαίσιο του Ν.Δ. 2687/1953 προτείνεται από έγκριτους επιχειρηματικούς κύκλους, ως το κατάλληλο μοντέλο για την προσέλκυση  νέων επενδύσεων  . Όμως τι προέβλεπε το άρθρο αυτό και πως συνετέλεσε σ΄αυτή την ανάπτυξη. Η παράγραφος 1 όριζε ότι πλοία ολικής χωρητικότας άνω των 1.500 κόρων που νηολογούνται υπό Ελληνική σημαία θεωρούνται κεφάλαια εξωτερικού και συνεπώς απολαμβάνουν της συνταγματικής προστασίας που το Ν.Δ. 2687 παρείχε στα κεφάλαια αυτά. Στη δεύτερη παράγραφο όριζε ότι η Εγκριτική Πράξη που απετείτο να εκδοθεί για κάθε τέτοιο πλοίο προκειμένου να νηολογηθεί ως ελληνικό, μπορούσε να περιλαμβάνει οποιεσδήποτε ευεργετικές διατάξεις, κατά παρέκκλιση από την κείμενη νομοθεσία, απαριθμόντας ενδεικτικά μια σειρά τέτοιων διατάξεων, μεταξύ των οποίων και εκείνη με το στοιχείο (ε) με την οποία επιτρεπόταν «Η αναγνώρισις ως Ελληνικών πλοίων, ανηκόντων εις αλλοδαπούς». Εκ πρώτης όψεως το πράγμα ίσως ξενίζει, αφού δηλωμένος στόχος του νόμου ήταν η προσέλκυση στο Ελληνικό νηολόγιο πλοίων που ανήκουν σε Έλληνες. Αμέσως όμως καθίσταται φανερό ότι η διάταξη αφορά σε πλοία που τυπικά μεν θα ανήκουν σε αλλοδαπές εταιρείες, ουσιαστικά όμως θα καλύπτουν Ελληνικά συμφέροντα. Έτσι λοιπόν έχουμε την επίσημη, και μάλιστα με νόμο αυξημένης τυπικής ισχύος, αναγνώριση των εξωχώριων εταιρειών ως αποδεκτών φορέων της αναπτυξιακής πολιτικής της χώρας στον τομέα της ναυτιλίας.

Γιατί όμως ; Ποίος ήταν ο λόγος που επέβαλε την αναγνώριση αυτών των εταιρειών; Σήμερα, που στην ομαδική ψυχολογία έχει περάσει η εντύπωση ότι οι εξωχώριες είναι εφεύρημα των ελλήνων εφοπλιστών για να αποφεύγουν, να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι οι εταιρείες αυτές επιβλήθηκαν από τους δανειστές της ελληνικής ναυτιλίας και ειδικώτερα από τις Αμερικανικές τράπεζες. Εντούτοις, τόσο η διατύπωση του άρθρου 13 όσο και ο τύπος της Εγκριτικής Πράξης που παρείχε εξασφαλίσεις και προς του δανειστές είχαν ουσιαστικά συνταχθεί από δικηγορικό γραφείο της Νέας Υόρκης που ενεργούσε για λογαριασμό των Αμερικανικών χρηματοδοτικών οργανισμών και η αποδοχή τους «ως έχει» αποτελούσε προϋπόθεση για να δοθεί το πράσινο φως για τη χρηματοδότηση της Ελληνικής ναυτιλίας. Το πόσο σημαντικό και για ποιούς  λόγους ήταν για τους ξένους δανειστές τα ελληνικά πλοία να ανήκουν σε αλλοδαπές εταιρείες, το πληροφορούμαστε από τα έγκυρα χείλη του αείμνηστου Γ. Δανιόλου, ο οποίος τόσο ως νομικός σύμβουλος της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών όσο και ως ενδιαφερόμενος ο ίδιος, είχε λάβει ενεργό μέρος στις διαπραγατεύσεις που κατέληξαν στην τελική διατύπωση του άρθρου 13 και των Εγκριτικών Πράξεων. Στην συνεδρίαση λοιπόν της Ελληνικής Ένωσης Ναυτικού Δικαίου της 28ης Μαϊου 1971, στην οποία θα επανέλθω αμέσως, έκανε μια παρέμβαση (ομιλία) από την οποία παραθέτω το παρακάτω απόσπασμα: «Εάν κανείς είχε την ευκαιρίαν να ίδη πως εσκέπτοντο οι δανεισταί της ελληνικής σημαίας εις τα αμέσως μετά τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον χρόνια ή εις τα χρόνια που ηκολούθησαν την εσωτερικήν ανωμαλίαν του “εμφυλίου πολέμου”, θα έβλεπεν ότι η τροπή, η φυγή προς ξένας εταιρείας με ελληνικήν σημαίαν, ωφείλετο εις την δυσπιστίαν προς τας ελληνικάς εταιρείας των ξένων δανειστών. Η Ελλάς συνέπεσε, κατά κακήν της τύχην, να ευρίσκεται δίπλα εις το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Επεράσαμε μίαν κρίσιμον περίοδον, κατά την οποίαν ένα μικρόν άλμα από βορράν ημπορούσε να φέρει όλας τας ελληνικάς επιχειρήσεις υπό την εξουσίαν της Ανατολής και όχι της Δύσεως. Και η ιδιοκτησία, η οποία θα ετίθετο υπό ελληνικήν σημαίαν, θα καθίστατο αμέσως υποχείριος ξένης δυνάμεως. Αυτός ήτο ο μέγας κίνδυνος και αυτός ηνάγκασε τους Έλληνας, υπό την παρακέλευσιν των ξένων δανειστών να μη διατηρήσουν την ελληνικήν σημαίαν. Και ενθυμούμαι κάτι που έγινε κατά την Κατοχήν, χαρακτηιστικόν. Συνεκλήθη μίαν ημέραν η Γενική Συνέλευσις της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών από τους Γερμανούς, τους εμοίρασαν από μίαν κόλλα χαρτί και τους έδωσαν και από ένα μολύβι και τους είπαν: Κύριοι, έχετε ωρισμένα πλοία, τα οποία μας κάμουν. Να μας τα πωλήσετε, και θα τα πληρώσωμε με μάρκα. Το θέμα ήτο να πάρουν ένα χαρτί από τους πλοιοκτήτας, ότι το πλοίον επωλήθη και να περιμένουν και όταν ένα πλοίον από αυτά έφθανε εις ένα λιμάνι ουδέτερο θα το έπερναν, εμφανίζοντας το χαρτί. Ήτο όντως ένα ωραίον σχέδιον, από το οποίον όμως εξέφυγαν οι εφοπλισταί, εκτός ενός, λέγοντες ότι οι ιδιοκτήται ήσαν έξω, και ότι αυτοί ήσαν Πράκτορες απλοί. Θα πρέπει λοιπόν να καταβληθή κάθε προσπάθεια, ώστε ναι μεν να διευκολυνθή εις τους επιθυμούντας η μεταφορά της ιδιοκτησίας εις ελληνικάς Εταιρείας, αλλά και να αφεθή η δυνατότης της εμφανίσεως της ιδιοκτησίας της ελληνικής υπό ξένην Εταιρείαν, γεγονός εις το οποίον οι δανεισταί αποδίδουν τεραστίαν σημασίαν».

Τι είχε όμως μεσολαβήσει και δύο σχεδόν δεκαετίες μετά την επιτυχηένη εφαρμογή του Ν.Δ. 2687 ξανάφερε στο προσκήνιο το θέμα των υπεράκτιων εταιρειών που επιτυχέστατα χρησιμοποιούσαν οι Ελληνες εφοπλιστές ώστε να ασχοληθεί στην παραπάνω Συνεδρίασή της η Ελληνική Ένωση Ναυτικού Δικαίου ; Η απάντηση είναι ότι είχε εκδοθεί η γνωστή τότε ως «απόφαση Δαφέρμου» δηλαδή η με αριθμό 1152/1969 απόφαση του εισηγητή που υιοθετήθηκε με την με αριθμό 549/1970 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (η οποία επικυρώθηκε και από τον Άρειο Πάγο) σύμφωνα με την οποία, εφαρμόζοντας το άρθρο 10 Α.Κ., έκρινε ότι όλες οι αλλοδαπές εταιρείες των οποίων η διοίκηση γινόταν από την Ελλάδα, θεωρούντο άκυρες αφού δεν είχαν συσταθεί σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο. Αυτή η, κατά τα άλλα ορθή νομική άποψη, αποτελούσε βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής ναυτιλίας, αφού ως γνωστόν, όλες οι αλλοδαπές πλοιοκτήτριες, καθώς και όσες είχαν εγκατασταθεί σύμφωνα με τον Α.Ν. 89/1967, ως διαχειρίστριες των ελληνικών πλοίων, θεωρούντο άκυρες με απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες για την εθνική οικονομία. Στα πλαίσια του σάλου που είχε δημιουργηθεί τότε εντάσσεται και η προσπάθεια της Ελληνικής Ένωσης Ναυτικού Δικαίου να συμβάλει στην εξεύρεση λύσης και εκεί διατυπώθηκαν οι απόψεις έγκριτων νομικών, μεταξύ των οποίων και του Γ. Δανιόλου, ο οποίος εκθέτοντας όσα προανέφερα, επεσήμανε τον κίνδυνο που θα έπληττε τη ναυτιλία αν οι Έλληνες εφοπλιστές δεν είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τις υπεράκτιες εταιρείες. Αφού όμως το πρόβλημα δεν μπορούσε να λυθεί αλλοιώς, έγκαιρα η Πολιτεία παρενέβη νομοθετικά και ψήφισε το ν.791/1978 «Περί διατάξεων αφοροσών το εν Ελλάδι καθεστώς των κατά το δίκαιον αλλοδαπής Πολιτείας συσταθεισών ναυτιλιακών εταιρειών» με τον οποίο διεσώθη το κύρος των υπεράκτιων ναυτιλιακών εταιρειών και η ναυτιλία προσέφερε και συνεχίζει να προσφέρει σημαντικά οφέλη στην εθνική οικονομία.

Τό πόσο βαθειά ριζομένη στον ελληνικό εφοπλιστικό κόσμο είναι η συνήθεια να χρησιοποιεί υπεράκτιες εταιρείες για τη νηολόγηση και διαχείρηση των πλοίων του, ανεξάρτητα από το ότι εξέλειπαν πια οι αρχικοί λόγοι που την επέβαλαν, φαίνεται από την αποτυχία όσων προσπαθειών έγιναν από το κράτος να τους πείσει να συστήσουν ελληνικές εταιρείες σε αντικατάσταση των εξωχώριων, διατηρώντας όλα τα προνόμια και τις εξασφαλίσεις που είχαν με αυτές. Οι προσπάθειες αυτές έγιναν τόσο με το Ν. 959/1979, όσο και με τις Εγκριτικές Πράξεις, που άλλοτε προέβλεπαν την ίδρυση «Ειδικής Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας» και ήδη την ίδρυση της «Ειδικής Ναυτικής Επιχείρησης». Τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν ότι καμία από τις προσπάθειες αυτές δεν βρήκε ανταπόκριση στον ελληνικό εφοπλισμό, ο οποίος εξακολουθεί να χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά τις εξωχώριες εταιρείες. Άξιο μνείας είναι επίσης το γεγονός ότι οι εταιρείες αυτές έγιναν αποδεκτές ως πλοικτήτριες ελληνικών πλοίων και από την Ευρωπαϊκή Ένωση με τους Κανονισμούς του 1986.

Καταλήγοντας, διαπιστώνουμε ότι οι εξωχώριες εταιρείες ήταν και παραμένουν το ενδεδειγμένο όχημα για την ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, πράγμα που αποδέχεται και σταθερά στηρίζει και η ελληνική Πολιτεία.

Παύλος Αβραμέας

Νοταρά 131,
18536 Πειραιάς

τηλ. 210-4292942

fax. 210-4292948

Αποστολή e-mail
 

[ TOP ]

© Copyright 2006 Piraeus Association for Maritime Arbitration
Login